- προσχηματισμός
- προσχηματισμόςoutward showmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… … Dictionary of Greek
προσχηματισμόν — προσχηματισμός outward show masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σε — Α επιρρηματικός προσχηματισμός που δηλώνει κίνηση σε τόπο (πρβλ. ἄνω: ἄνωσε, ἄλλος: ἄλλοσε) … Dictionary of Greek
προσσχηματισμός — ο, ΝΑ (ορθ. γρφ.) γραμμ. βλ. προσχηματισμός … Dictionary of Greek